βόμβον, τον
Ερμηνεία:
[ο βόμβος, του βόμβου (συνεχής, μονότονος και υπόκωφος ήχος με ποικίλη ένταση και συχνότητα, βουητό, βούισμα, βοή)]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) βομβέω (βουίζω, βροντώ, μπουμπουνίζω)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος …[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|