βρύσιν, την
Ερμηνεία:
[η βρύσις, της βρύσεως, η βρύση (ο κρουνός,, κτίσμα στο σημείο που καταλήγει το νερό μιας πηγής με έναν ή περισσότερους κρουνούς, η ανάβλυση]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) βρύω (βρίθω, σφριγώ, έχω πληθώρα δύναμης, πλεονάζω]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Παρά την βρύσιν.. (κοντά ή δίπλα στη βρύση). [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|