βεβαίως
Ερμηνεία:
[τροπικό επιρρ. με βεβαιότητα][βέβαιος, βεβαία, βέβαιον (σίγουρος, ασφαλής, αναμφίβολος, σταθερός]
Ετυμολογία:
[< βέβαιος (Αισχύλος, θουκυδίδης), ΚΔ 9 φορές < (Όμηρ.) βαίνω (βαδίζω, πορεύομαι , υπάγω, απέρχομαι, προχωρώ)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Τοῦ Γιαννάκη βεβαίως θὰ ἐπήγαινεν ὁ νοῦς του εἰς τὸδευτέρωμα τῶν ἀμπέλων, τὸ καλούμενον καὶ δισκάφισμα[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|