βασανισμένον , το
Ερμηνεία:
(βασανισμένος, -η, -ο) [αυτός που έχει βασανιστεί][παθ. μετ. του ρ. βασανίζομαι]
Ετυμολογία:
[< η βάσανος [Καινή Διαθήκη: 3 φορές] (δοκιμασία, πάθημα, ταλαιπωρία, στενοχώρια, κακουχία, τιμωρία)] [βάσανος ήταν η Λυδία λίθος, με την οποία δοκιμαζόταν η γνησιότητα του χρυσού < Αιγυπτιακά (είδος σχιστόλιθου που τον χρησιμοποιούσαν ως Λυδία λίθο]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|