βαρύς, βαριά, βαρύ
Ερμηνεία:
[αυτός που έχει μεγάλο βάρος, αυτός που συνοδεύεται από ένταση, αυτός που δεν υποφέρεται εύκολα, ο έντονος]
Ετυμολογία:
[<(Ομηρ. ) βαρύς, βαρεῖα, βαρύ, Καινή Διαθήκη. 6 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. [Ο έρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|