βαδίζω, να
Ερμηνεία:
[συνεχής υποτακτική ενεστώτος του ρ. βαδίζω, ά πρόσωπο ενικού]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) βαδίζω < (Όμηρ.) βάδος (περίπατος, βάδισμα) < βα- (ρίζα του βαίνω) + ίζω)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Παρὰ τὴν βρύσιν ἐπέζευσεν ἐκεῖνος, ἐγὼ ἐπέμεινα πεζὸς νὰ βαδίζω. Τότε μ᾿ ἐβίασε φιλικῶς νὰ λάβω ὀνάριον, τὸ ὁποῖον ἐσταμάτησεν ...[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|