άναιμίαν, τήν
Ερμηνεία:
[ η αναιμία, της αναιμίας (πάθηση του αίματος, κατά την οποία μπορεί να έχει ελαττωθεί ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος η της περιεκτικότητάς τους σε αιμοσφιρίνη, με την οποία μεταφέρεται το οξυγόνο στους ιστούς. Υπάρχουν διάφοροι τύποι αναιμίας. Τα άτομα που πάσχουν από αναιμία συνήθως έχουν ωχρό δέρμα προσώπου]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ἀναίμων (αυτός που δεν έχει αίμα < άναιμος < αν- (στερτικό) + (Όμηρ.) αίμα (η έδρα της ζωής)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… και να πάσχῃ ἀναιμίαν…[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|