άμαυρόν, το
Ερμηνεία:
[άμαυρός, -ή, -όν] αυτός που δεν λάμπει, ο σκοτεινός, ο αμυδρός, ο σκοτεινόχρους
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.)] βλ. λάλα
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|