Ρωμέϊκος, -η, -ο
Ερμηνεία:
[ο νεοελληνικός, αυτός που έχει σχέσει ή ανήκει στους Ρωμιούς (Νεοέλληνες)]. [Πάσχα Ρωμέϊκο]
Ετυμολογία:
[<Ρωμιός < Ρωμαίος (ο κάτοικος της Ανατολικής Ρωμαϊκής ή αργότερα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο Νεοέλληνας < Ρώμη].
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Πάσχα Ρωμέϊκο
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|