Έβαλεν
Ερμηνεία:
[γ΄προσωπο ενικού του αορίστου του ρ. βάλλω (ρίχνω, τοποθετώ, εκσφενδονίζω, χτυπώ από μακρυά)]
Ετυμολογία:
[ <(Όμηρ.) βάλλω (ρίπτω, ρήχνω, πετώ). Καινή Διαθήκη: 122 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἔβαλεν εις την πηγήν, δια να κρυολογήση, το παγούρι με το ρακί.. [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|