ὤμος, ὁ
Ερμηνεία:
ὁ ὤμος , τοῦ ὤμου, οἱ ὤμοι, τῶν ὤμων, τοὺς ὤμους [το τμήμα του κορμού του σώματος του ανθρώπου που αντιστοιχεί στη συνένωση του βραχίονα προς το θώρακα και την πλάγια περιοχή του τραχήλου]

Ετυμολογία:
[(Όμηρ.), Καινή Διαθήκη: Ματθ. 23,4. Λουκ.15,5]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων …(πάνω στους ώμους)] [Ο έρωτας στα χιόνια]
ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν [Ο έρωτας στα χιόνια]
...δεκαὲξ δίπλας ἐπὶ τοῦ ὤμου…[Πάσχα Ρωμέϊκο]

Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|