παλιάν
Ερμηνεία:
Αἰτιατική ἑνικοῦ τοῦ ἐπιθέτου η παλιά, της παλιᾶς, την παλίαν (παλιός, -ά, -ό) [βλ. παλαιόν, το, παλαιοῦ, τοῦ]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του...[Ο έρωτας στα χιόνια]

Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|