μορμυρίζων, ὁ
Ερμηνεία:
[μετοχὴ ἐνεστῶτος τοῦ ρ. μορμορίζω][ αὐτὸς ποὺ μορμυρίζει ἢ μουρμουρίζει, αὐτὸς ποὺ μιλάει σιγανά, γκρινιάρικα ἢ παραπονιάρικα, κλαψιάρικα καὶ δυσδιάκριτα, μέσα ἀπὸ τὰ δόντια του]

Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) μορμύρω < μουρμουρίζω]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
….καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων,…. [Ο έρωτας στα χιόνια].

Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|