μισογκρεμισμένον, τό
Ερμηνεία:
[αὐτὸ ποὺ δεν εἶχε καταρρεύσει στόἔδαφος, τελείως] [μετοχὴ παρακ. τοῦ ρ. μισογκρεμίζομαι]

Ετυμολογία:
[μισὸς + γκρεμισμένος (αὐτὸς ποὺ ἔχει γκρεμιστεί, αὐτὸς ποὺ ἔχει πέσει στὸν γκρεμὸ (βάραθρο, κατακόρυφη ἢ σχεδὸν κατακόρυφη πλαγιὰ βουνοῦ (< κρημνός, ὁ < κρεμάννυμι (κρεμῶ, ἀναρτῶ, ἀπαγχονίζω κάποιον)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του… [Ο έρωτας στα χιόνια].

Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|