βομβάρδα, η
Ερμηνεία:
[Bombarda, Βονβάρδα: είδος ιστιοφόρου] 
Ετυμολογία:
[< Iταλ. bombarda]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. ...(βλ. μπαρκάρω) [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|