ὕψωνε
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο ενικού του παρατατ. οριστ. του ρ. υψώνω]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) ὑψόω (υψώνω, σηκώνω ψηλά) < ὕψος, , Καινή .Διαθήκη 20 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ᾿ἐμορμύριζεν: - Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς …[Ο έρωτας στα χιόνια
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|