ἐπανῆλθε
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο ενικού αορίστου του ρ. ἐπανέρχομαι (επιστρέφω εκεί που βρισκόμουν κάποτε, γυρίζω πίσω)]
Ετυμολογία:
[< (Αρχ.) ἐπ(ί) + ἀν(ά) + ἔρχομαι]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|