οὐρανὸς
Ερμηνεία:
(ο χώρος του διαστήματος που φαίνεται πάνω από τη γη, ο ουράνιος θόλος)
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) οὐρανὸς. Καινή Διαθήκη . 272 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… οὐρανὸς κλειστός… [Ο έρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|