κατήρχετο
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο ἑνικοῦ. παρατατικοῦ ὁριστικῆς του ρ. κατέρχομαι]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) αναφέρται 15 φορές στην Καινή Διαθήκη στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο, πράξεις των Αποστόλων, Επιστολή προς Ιάκωβον και σημαίνει καταβαίνω, έρχομαι κάτω]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
.....κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|