Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πολύ


Ερμηνεία:

[πολύς, πολλή, πολύ (άφθονος, έντονος, σε μεγάλη ποσότητα ή ένταση)]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.), Καινή Διαθήκη 353 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, χι πολ ονοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ  ...Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: