ἔρριπτε
Ερμηνεία:
[γ΄ πρ. έν παρατατικού, οριστ. του ρ. ρίπτω (έρριπτον, έρριπτες, έρριπτε)] [ρίπτω, έρριπτον (πετώ, ρίχνω]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) Καινή Διαθήκη. 8 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|