Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐκεῖνον


Ερμηνεία:

[αιτιατική αρσενικού του ἐκεῖνος  (ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνον)] [1.δεικτική αντωνυμία που δείχνει κάποιο πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται μακρυά τοπικά ή χρονικά, 2. αυτός, αυτή αυτό] 



Ετυμολογία:

[< Όμηρ.), Καινή Διαθήκη: 243 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

...τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον... [Ο έρωτας στα χιόνια]

 ... τὸ ἔλεγεν ἡ ἀείμνηστος ἡ κυρούλα μου τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο παραμύθι· ἐπρόκειτο δι᾿ ...... επέζευσεν εκείνος…  [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: