Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ρημασμένη


Ερμηνεία:

[μετοχή. παθ. παρακειμένου του ρ. ρημάζω (προκαλώ ερήμωση, φθείρομαι, καταστρέφομαι, εξαντλούμαι)] 



Ετυμολογία:

[<ἐρημάζω < (Όμηρ.) ἔρημος, ἐρήμη, ἔρημον (ακατοίκητος, αυτός που έχει εγκαταλειφθεί) Καινή Διαθήκη 47 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … καρδία ρημασμένη [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: