φαιδρυνθείς
Ερμηνεία:
φαιδρυνθείς, φαιδρυνθεῖσα, φαιδρυνθέν [μετοχή παθ. αορ εφαιδρύνθην, ενικού αριθμού το ρ. φαιδρύνομαι (χαροποιούμαι, ευφραίνομαι, φχαριστιέμαι)]
Ετυμολογία:
[<(Αισχύλος) φαιδρύνω (λαμπρύνω) < (Αισχύλος) φαιδρός (αυτός που λάμπει από χαρά, , φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός) < φαίνω (φέρνω σε φως, φανερώνω, φωτίζω, προδίνω)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ὅπου ὁ καπετὰν Γιαννάκης, μεγάλως φαιδρυνθείς, ὅταν ἤκουσε τὰἐδάφια αὐτὰ τῆς Γραφῆς, ἀφελῶς ἔλεγεν, ἀποτεινόμενος πρὸς κληρικὸν φίλον μας...[Άσπρη σαν το χιόνι
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|