Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐσαρρίσθη


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο ενικού του παθητικού αορίστου του ρ. σαρίζομαι (ταλαντεύομαι)] 



Ετυμολογία:

[< σάρι (αιγυπτιακή λέξη για υδροχαρές φυτό, ο κορμός του οποίου ταλαντεύεται με την πνοή του ανέμου)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν…  [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: