νομίζω
Ερμηνεία:
[έχω ιδέα, υποθέτω, θεωρώ, θαρρώ, πιστεύω, έχω τη γνώμη]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) νέμω (μοιράζω, διανέμω, κατανέμω τόπο για νομή, βόσκω, μοιράζομαι κάτι με άλλους < νομίζω (νέμω + -ίζω) έχω κάτι σε χρήση, θεωρώ κάτι ως έθιμο ή συνήθεια ή νόμο, πιστεύω, Καινή Διαθήκη νομίζω 15 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
.. Καὶ ὕστερα, νομίζω, τὸ Βασιλόπουλο ἐπῆγε νὰ λαφοκυνηγήσῃ ,.. [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|