ἐνθυμεῖτο
Ερμηνεία:
[γ΄ πρόσωπο ενικού του παρατατικού οριστ. του ρ. ἐνθυμοῦ μαι (θυμάμαι)] θυμότανε]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|