ἐγεννήθη
Ερμηνεία:
[γεννήθηκε (γ΄προς. ενικού παθ αορ. του ρ. γεννώμαι (γεννιέμαι]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ρίζα γεν. < (Όμηρ.) γένος και γένεσις < γεννα (πιθανόν το δεύτερο να προήλθε από συγκοπή του ε του γενεναω < γεννάω (Καινή Διαθήκη: 97 φορές) < γέννα]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… κ᾿ ἐκεῖ, δὲν ἠξεύρω πῶς, ἐγεννήθη μία βασιλοπούλα… [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|