Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐχάθησαν


Ερμηνεία:

(χάθηκαν) [γ΄ πρόσωπο πληθυντικού παθητικού αορίστου του ρ. χάνομαι (καταστρέφομαι, πεθαίνω, σβύνω, λιποθυμώ)]



Ετυμολογία:

[Μεσαιων. < ἔχασα < εχάωσα < χαῶ < χάος]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος …[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: