Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



καταντά


Ερμηνεία:

καταντά [τρίτο ενικό πρόσωπο οριστικής του ρ. καταντάω, -ώ (κατλήγω άσχημα, εξευτελίζομαι, καταλήγω σε δυσμενή κατάσταση] 



Ετυμολογία:

[(Ομηρ.) κατάντα (κατηφορικά) < κατάντης (κατηφορικός, επικλινής) < κατά + -άντης < αντί]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 ... τις· ἀλλὰ καταντᾷ νὰ γίνεται αὐτός: κρύος σὰν τὸ χιόνι [Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: