Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ὑπῆρξαν


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο πληθυντικού, του αορίστου του ρ. ὑπάρχω (ζω, βρίσκομαι στη ζωή, είμαι, διατελώ, όντως υφίσταμαι, έχω ύπαρξη, αρχίζω πρώτος, , ποιούμαι έναρξη, λαμβάνομαι ως δεδομένο, ανήκω σε κάποιον, είμαι αφωσιωμένος σε κάποιον, διοικώ, άρχω εξουσιάζω, κυβερνώ] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) υπάρχω (υπό + άρχω), Καινή Διαθήκη 60 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…. Ὅλοι αὐτο ὶὑπῆρξαν εὐτυχεῖς ἐναντίον πρὸς τὸν στίχον τοῦ Ἰταλοῦ ποιητοῦ…[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: