Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἔφερεν


Ερμηνεία:

[γ΄πρόσωπο ενικού του παρατατικού του ρ. φέρω (φέρνω, σηκώνω, υπομένω, παίρνω και φέρνω μαζί μου)]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) φέρω (φέρνω, φέρω, φοράω, Καινή Διαθήκη: 68 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... Παρὰ τὴν βρύσιν μᾶς ἔφερεν ὁ ψυχογυιὸς τοῦ Γιαννάκη, ὁ ἀγωγιάτης, καλάθιον μὲ  ...[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)] 



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: