ἔπαυε
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο ενικού του παρατατ. οριστικής. του ρ. παύω (καταπαύω, διακόπτω, σταματώ, φέρνω τέλος)]
Ετυμολογία:
[ < (Όμηρ.) παύω, Καινή Διαθήκη: 15 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ …[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|