Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐσφλομώνετο


Ερμηνεία:

  [γ΄πρόσωπο ενικού οριστικής του ρ.  σφλομώνομαι]  Εικόνες για τον Φλόμο  [Verbascuim thapsicum] στην Google



Ετυμολογία:

[< φλομώνω (ναρκώνω ψάρια ρίχνοντας φλόμο στη θάλασσα, πνίγομαι από καπνό ή βρώμα < (Αρχ.) φλόμος (κοινή ονομασία του φαρμακευτικού φυτού Βερμπάσκο ο θάψος (Verbascum thapsiform)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 ... ἐκαπνίζετο, ὅπωςτὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς  ...[ Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: