πρὶν
Ερμηνεία:
[επίρρ. χρονικό, πρωτίτερα , αρχήτερα, προτού να συμβεί κάτι, προτού, σε προγενέστερο χρόνο. Χρονικός σύνδεσμος (προτού)]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ. πρὶν, Καινή Διαθήκη 13 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του… [Ο έρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|