Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἔκλινε


Ερμηνεία:

 [γ΄πόσωπο ενικού του παρατατικού οριστικής του ρ. του κλίνω (γέρνω, έχω τάση ή ροπή για κάτι, πλαγιάζω, ακκουμβώ, στρέφω, γυρίζω)] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.), Καινή Διαθήκη: 7 φορές, Ματθ., Λουκ., Ιωανν., Μάρκ., επιστ. προς Εβραίους]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: