ᾄσμα, τὸ
Ερμηνεία:
[τοῦ ᾄσματος ] τραγούδι, ψαλμός
Ετυμολογία:
[< (Ὅμηρ.) ᾄδω, μελλ. ᾄσομαι < ἄδμα < ἄσμα]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του: [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|