Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐνθυμοῦμαι


Ερμηνεία:

[ρήμα μεταβατ. και αμεταβ. θυμούμαι, μου έρχεται στη μνήμη]



Ετυμολογία:

[<Αρχ, ἐνθυμέομαι , ἐνθυμοῦμαι (αποκτώ βαθειά γνώση, βάζω κάτι στην καρδιά μου, έχω κάτι διαρκώς στη μνήμη μου, σκέφτομαι πολύ κάτι, θυμάμαι, θυμώνω μέσα μου, οργίζομαι, σκέφτομαι, συμπεραίνω), Καινή Διαθήκη: Ματθ.1,20, 9,4 < ἐν + θυμοῦμαι < Όμηρ.) θυμός

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … Δὲν ἐνθυμοῦμαι πλέον πῶς μοῦ τὸ ἔλεγεν ἡ ἀείμνηστος ἡ κυρούλα μου τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο παραμύθι …. [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]

[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)] ... Ἀλλ᾿ ἰδού, ἐνθυμοῦμαι. Εἷς νεαρὸς μοναχός ...[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: