ἀγγλικές, οι
Ερμηνεία:
Πληθυντικός του επιθέτου ἀαγγλική ( ἀγγλικός, -ή, -ό) [αυτός που ανήκει ή που προέρχεται από την Αγγλία]
Ετυμολογία:
[< Άγνωστη ετυμολογία Μεσαιων. Λατ. Anglia (αγγλικά England) < Angli Άγγλοι (οι λαοί που μετανάστευσαν τον 5ο αιώνα μ.Χ. από την κεντρική Ευρώπη στην Αγγλία)
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
...άγγλικές τσόχες..[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|