Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



χειμὼν, ὁ


Ερμηνεία:

[τοῦ χειμῶνος  (χειμώνας) (καιρός θυελώδης)] 



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) < χειμών , χεῖμα (χειμερινό ψύχος, κακοκαιρία]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 Καρδιά του χειμώνος …Xειμών βαρύς [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: