Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



νυμφευθῆ, εἶχε


Ερμηνεία:

[γ΄πρόσωπο ενικού του υπερσυντέλικου παθητικής φωνής του ρ. νυμφεύομαι]



Ετυμολογία:

[< νυμφεύω (δίνω σε κάποιον γυναίκα σε γάμο) < νυμφεύομαι (παντρεύομαι) < (Όμηρ.), νύμφη (νύφη, κάθε νέα γυναίκα) + -εύω]_.

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

...Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, ...[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: