Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



καδένα, η


Ερμηνεία:

πλ.  οι καδένες [λεπτή αλυσίδα, συνήθως από πολύτιμο μέταλλο (χρυσάφι) μήκους περίπου 50 εκατοστoμέτρων στο ένα άκρο της οποίας κρέμεται ευμέγεθες ωρολόγιο και το άλλο άκρο της αναρτάται από τη ζωστήρα του πανταλονιού. Το ωρολόγιο φυλάσσεται συνήθως στην τσέπη του γελέκου]



Ετυμολογία:

[(Βενετσιάνικο). cadena < Lat.catena, η αλυσίδα]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια,….  [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: