Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

διαρροή

     δiaroi΄    
leaking

     λίκιν    

Ερμηνεία:

Η πρώιμη διολίσθηση του βλωμού προς τα οπίσω στο φάρυγγα πριν από την έκλυση του αντανακλαστικού της κατάποσης. Η ροή υγρού ή στερεού που εναι αποθηκευμένο σε φιάλη ή δοχείο προς τα έξω, λόγω τυχαίας τρώσης του τοιχώματος ή κακής εμφιάλωσης . Στην περίπτωση του εντέρου, διαρρεόμενο έντερο (leaky gut) ή σύνδρομο διαρρεομένου εντέρου  είναι ο περιορισμός του φυσιολογικού φράγματος του τοιχώματος του εντέρου, που επιτρέπει τη διέςλευση μορίων από τιο έντερο προς το τοίχωμα του εντέρου και από εκεί, πιθανόν στην κυκλοφορία και το ανθρώπινο σώμα.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Revision of a Leaking Bleb with XEN Gel Stent Replacement. Salinas L, Chaudhary A, Guidotti J, Mermoud A, Mansouri K. J Glaucoma. 2017 Oct 30. doi: 10.1097/IJG.0000000000000811.

Chlorinated paraffins leaking from hand blenders can lead to significant human exposures. Yuan B, Strid A, Darnerud PO, de Wit CA, Nyström J, Bergman Å. Environ Int. 2017 Dec;109:73-80. doi: 10.1016/j.envint.2017.09.014. Epub 2017 Sep 21.

Leaking privacy and shadow profiles in online social networks. Garcia D. Sci Adv. 2017 Aug 4;3(8):e1701172. doi: 10.1126/sciadv.1701172. eCollection 2017 Aug



Συνώνυμα:
διαφυγή





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: