ακατάλληλος
akatálilos
unfit
ανφίτ
Ερμηνεία:
Αυτός, στον οποίο δεν πρέπει να εφαρμοστεί μια θεραπεία ή επέμβαση, που ενδείκνυται να γίνει βάσει της συμπτωματολογίας του σε κάθε άλλον ασθενή που πάσχει από το ίδιο νόσημα.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Treatment of patients with metastatic urothelial cancer "unfit" for Cisplatin-based chemotherapy. Galsky MD, et al. J Clin Oncol 2011
Definition of Unfit for Standard Acute Myeloid Leukemia Therapy. Klepin HD. Curr Hematol Malig Rep 2016
Elimination of unfit cells in young and ageing skin.Bilousova G and DeGregori J. Nature 2019.
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|