εξαλείφω
wipe out
Ερμηνεία:
Καταστρέφω τελείως. Η φράση wipe out μπορεί να σημαίνει και χάνω τον έλεγχο, ιδιαίτερα ενός οχήματος και προκαλώ ατύχημα
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Precarious preferences wipe out a butterfly population. Armstrong A.Nature. 2018 May;557(7704):171.
Reversibility of postoperative wipe-out following glaucoma filtering surgery. Zheng L, Sandhu S, Wechsler D.Clin Exp Ophthalmol. 2019 Dec;47(9):1211-1214.
Wipe-out: a complication of glaucoma surgery or just a blast from the past? Moster MR, Moster ML.Am J Ophthalmol. 2005 Oct;140(4):705-6.
Συνώνυμα:
αφανίζω, εξοντώνω (exterminate), εξολοθρεύω (exterminate),εκκριζώνω (erradicate), καταστρέφω (destroy), εκμηδενίζω (αannihilate)
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|