Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

συνωμοτώ

     sinomoto'     
collude

     κολούoud    


     Προφορά


Ερμηνεία:

Σκευωρώ.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Mutations and microenvironment collude in FL. Neelapu SS. Blood. 2015 Jan 22;125(4):587-9. doi: 10.1182/blood-2014-12-615294. 

Supply-side cost sharing when patients and doctors collude. Vaithianathan R. J Health Econ. 2003 Sep;22(5):763-80.

Turkish doctors collude in torture. Mansour P. BMJ. 1997 Mar 8;314(7082):699. 



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: