Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

αποτρέπω

     apotréπο    
ward off

     γουόρd οφ    

Ερμηνεία:

Προλαβαίνω ή αποτρέπω μια νόσο.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Gut microbes ward off obesity.Da Silva K.Lab Anim (NY). 2015 Nov;44(11):423.

Allium fistulosum congee as a home remedy to ward off the corona virus at an early stage. Hsu E, Zhu B, Ding Z.Integr Med Res. 2020 Sep;9(3):100463. 

Using Exercise to Ward Off Depression.Nicoloff G, Schwenk TL.Phys Sportsmed. 1995 Sep;23(9):44-58. 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: