φάρσα
fa΄rsa
farce
φάρς
Ερμηνεία:
1. Αστείο ή πλάκα που έχει σχεδιαστεί και διαπράττετε από κάποιον, εις βάρος κάποιου ατόμου με στόχο την παραπλάνησή ή γελοιοποίησή του.
2. Θεατρικό είδος. Είδος κωμωδίας που χαρακτηριστικό της είναι η δημιουργία και εναλλαγή απροσδόκητων κωμικών καταστάσεων ή γεγονότων.
3. Η παραπλάνηση κάποιου με την απομίμηση κάποιας κατάστασης ή πράξης
4. Στην Ιστορία φάρσα είναι μια ανεπίγνωστη τραγωδία (Χ. Γιανναράς, Καθημερινή, 3-12-2017)
Ετυμολογία:
[<Ιταλ. farsa < Γαλλ. farce]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
The concept of exceptionality: a legal farce?. Ford A. Med Law Rev. 2012 Summer;20(3):304-36. doi: 10.1093/medlaw/fws002. Epub 2012 Mar 2.
A farce called the National Board of Examinations. Sarbadhikari SN. Indian J Med Ethics. 2010 Jan-Mar;7(1):20-2.
Poster Exhibitions at National Conferences: Education or Farce?. Gabriele Salzl, Stefan Gölder, Antje Timmer, Jörg Marienhagen, Jürgen Schölmerich, Johannes Grossmann Dtsch Arztebl Int. 2008 Feb; 105(5): 78–83. Published online 2008 Feb 1. doi: 10.3238/arztebl.2008.0078
THE CONCEPT OF EXCEPTIONALITY: A LEGAL FARCE? Amy Ford Med Law Rev. 2012 Sep; 20(3): 304–336. doi: 10.1093/medlaw/fws002
Συνώνυμα:
pran; joke; hoax
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|