απάγω
apáγo
abduct; abduce
Ερμηνεία:
Οδηγώ μακριά, μετακινώ, από το μέσο επίπεδο του σώματος π.χ. vocal folds abducted, φωνητικές χορδές σε απαγωγή)
Ετυμολογία:
[απάγω < (από, from + άγω, to lead, to carry, to convey, to bring), to lead away, abduco (L.)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|