υποθετικά
ipothetika΄
putatively
πιουτάτιβλι
Ερμηνεία:
Κάτι που το φαντάζεται κανείς νοερά ότι υπάρχει, ότι είναι δεδομένο. Η δημιουργία συλλογισμού που θα βοηθήσει στην εξαγωγή θετικού ή αρνητικού συμπεράσματος.
Ετυμολογία:
<υποτίθημι <υπό + τίθημι(θέτω) putative < Latin. putare, νομίζω
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Alex Cagan, Torsten Blass
BMC Evol Biol. 2016; 16: 10. Published online 2016 Jan 12. doi: 10.1186/s12862-015-0579-7
Josefa González, Jose Martínez, Wojciech Makalowski
Biol Direct. 2015; 10: 50. Published online 2015 Oct 14. doi: 10.1186/s13062-015-0075-4
Jeroen Crappé, Wim Van Criekinge, Geert Trooskens, Eisuke Hayakawa, Walter Luyten, Geert Baggerman, Gerben Menschaert
BMC Genomics. 2013; 14: 648. Published online 2013 Sep 23. doi: 10.1186/1471-2164-14-648
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|